- σῶσας
- σώζωaor ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σώσας — σώσᾱς , σώζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
σωσίπολις — θεός της αρχαίας Ήλιδας που λατρευόταν στο ναό της Ειλειθυίας, στην Ολυμπία. Όταν οι Αρκάδες είχαν επιδράμει στην Ήλι, εμφανίστηκε, κατά το μύθο, μια γριά που θήλαζε νήπιο και το απόθεσε ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα. Το βρέφος μεταμορφώθηκε σε… … Dictionary of Greek